τάρσωμα

τάρσωμα
τάρσ-ωμα, [dialect] Att. [full] τάρρωμα, ατος, τό,
A = ταρσός: pl., = οἱ στίχοι τῶν κωπῶν, Poll.1.93.
II = κωπηλασία, Ar.Fr.868.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τάρσωμα — το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α [ταρσῶ] νεοελλ. φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση αρχ. 1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών 2. η κωπηλασία 3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα (κατά τον Πολυδ.) «οἱ …   Dictionary of Greek

  • ταρσώματα — τάρσωμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρρωμα — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. τάρσωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”